ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΟΥΡΝΙΚΙΩΤΗΣ

ΠΕΝΤΕ ΣΗΜΕΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ

2007

«Δεν υπάρχει γεωμετρία χωρίς λόγια. Χωρίς αυτά, οι μορφές είναι τυχαία φαινόμενα· και δεν φανερώνουν, ούτε εξυπηρετούν τη δύναμη του πνεύματος.»
— Paul Valéry, Ευπαλίνος ή ο αρχιτέκτων

Έχουν περάσει 33 χρόνια από τότε που κάθισα για πρώτη φορά πλάι στον Δημήτρη Αντωνακάκη, σπουδαστής δεύτερου έτους στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, και άλλα 13 χρόνια συνεργασίας με τον Δημήτρη και τη Σουζάνα Αντωνακάκη σε πολλές δραστηριότητες αρχιτεκτονικής σκέψης και προβολής. Είναι λοιπόν φυσικό να αισθάνομαι χαρά και δισταγμό ταυτόχρονα ακουμπώντας τα δάκτυλα στο πληκτρολόγιο. Η αρχιτεκτονική τους απλώνεται ήδη σε πέντε δεκαετίες, η εκπαιδευτική και η πολιτιστική προσφορά το ίδιο, και τα έργα τους έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς συζήτησης και πρότυπα ειδικής συνάφειας του κτιρίου με τη γεωγραφική και πολιτισμική λαλιά του τόπου μας. Είναι δύσκολο να προσθέσει κανείς σε όλα αυτά χωρίς να επαναλάβει και ακόμα δυσκολότερο να αξιολογήσει τα έργα με δεδομένη τη μικρή απόσταση του χρόνου και την προσωπική επαφή. Όμως, οι προσωπικές επαφές είναι – και πρέπει να είναι – αποτέλεσμα του συγγενικού τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι το νόημα της ζωής και τον αγώνα της δημιουργίας. Σε αυτή την κατεύθυνση, και έχοντας πλέον πειστεί πως το έργο των δύο τους, που συνδέονται βαθύτερα σε ένα, εκφράζει μια ολοκληρωμένη ποιητική του αρχιτέκτονα στη σύγχρονη Ελλάδα, νομίζω ότι μπορώ να συνεχίσω το παιχνίδι των πλήκτρων και να καταγράψω πέντε σημεία αρχιτεκτονικής σκέψης και πρακτικής που έχουν εγκατασταθεί στο νου μου από καιρό. Περισσότερο από μια κριτική αξιολόγηση των έργων, τα σημεία αυτά είναι σχόλια για τον τρόπο με τον οποίο βλέπεις και αλλάζεις τον κόσμο, για τη θεωρία της ζωής και της αρχιτεκτονικής που μια μέρα γίνεται κτίριο.

Είναι θαρραλέα η αναφορά τους στη διδακτική εμπειρία της αρχιτεκτονικής, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τη μαθητεία στην παράδοση και το έργο των άλλων αρχιτεκτόνων. Η αναγνώριση της σημασίας των προηγουμένων, το ταυτόχρονο κοίταγμα του έργου των απλών μαστόρων και των μεγάλων δασκάλων, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζω για λογαριασμό τους τον Aldo van Eyck και τον Le Corbusier, είναι μέρος μιας μακράς ερευνητικής πορείας που έχει ταυτίσει τον αρχιτέκτονα με μια ταπεινή και ταυτόχρονα υψηλή αντίληψη της τέχνης του. Μετρώντας πραγματικές αποστάσεις από την αυταρέσκεια της προσωπικής δημιουργίας, ζουν τη διαρκή μαθητεία στο έργο των άλλων ως εμβάθυνση στο νόημα της αρχιτεκτονικής. Με είχε συγκινήσει ο τρόπος με τον οποίο έσκυβαν πάνω από τα έργα του Le Corbusier, το 1998 στο Παρίσι, και επανελάμβαναν τα ανθρώπινα βήματα του αρχιτεκτονικού περιπάτου. Η επίσκεψη της αρχιτεκτονικής είναι μέρος της αναγκαίας σπουδής και η αναφορά σε αυτή γίνεται δίχως την αίσθηση ενοχής για το αντιφατικό στοιχείο των συσχετισμών της. Ο αρχιτέκτονας δεν μπορεί να είναι μόνος απέναντι στα έργα του.

[image] Ο Δημήτρης και η Σουζάνα Αντωνακάκη στη villa Savoye τον Νοέμβριο 1998 (φωτ. Γιάννη Εξάρχου, Π. Τουρνικιώτη).

Οι ποιητικές αναφορές επανέρχονται συχνά στα λόγια τους ως δομικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής. Δεν αναφέρομαι ειδικά στα λόγια ποιητών αλλά στη σκέψη εκείνων των ανθρώπων – όπως ο Valéry και ο Bachelard – που δεν χωρούν στην πειθαρχία μιας επιστήμης. Το βιβλίο, το δοκίμιο, το ίδιο το ποίημα, είναι μέρη της αρχιτεκτονικής που χτίζεται με τσιμέντο και με πέτρες, όπως είναι ποιήματα και τα έργα που δημιουργούν τα χέρια ανθρώπων. Η στενή αυτή σχέση, που αμφισβήτησε η Αναγέννηση, επαναπροσδιορίζεται όταν συμφιλιωθεί η αρχαία ελληνική πράξη με τη λαϊκή παράδοση και το μοντέρνο του 20ού αιώνα. Τέχνη με το διπλό της νόημα αδιαίρετο, ποιητική στο χέρι και στο νου ταυτόχρονα. Όταν τους ακούω να μιλούν για αρχιτεκτονική έρχεται στο νου μου ο Ευπαλίνος του Valéry, ο συγκερασμός της μουσικής με την ωφέλεια και την ομορφιά, τα γεωμετρικά σχήματα που χτίζει η θάλασσα στην άμμο και ένας φθαρμένος τοίχος που έχει γραμμένο επάνω του τον χρόνο. «Ο άνθρωπος ακόμα εισπνέει και εκπνέει», έγραφε η Σουζάνα Αντωνακάκη τον Μάιο του 2006 με τα λόγια του Aldo van Eyck. Και συνέχιζε με τη δική του ερώτηση, «Πότε επιτέλους και η αρχιτεκτονική θα κάνει το ίδιο;»

Η πολυπλοκότητα των εσωτερικού, η μικροκλίμακα, η διαμπερότητα και η τρισδιάστατη αντίληψη του χώρου, είναι χαρακτηριστικά της έγνοιας για το κατοικείν που αποτελεί ένα μεγάλο μέρος της αρχιτεκτονικής τους. Ο ήλιος και η τομή είναι συστατικά στοιχεία του σχεδιασμού. Οι διαδοχές των χώρων, στην πορεία του ανθρώπου μές το κτίριο, είναι μικρές αφηγήσεις της κοινωνικής ζωής. Με έχουν εντυπωσιάσει τα μικρά και απλά σπίτια που σχεδίασαν για ανθρώπους που δεν είχαν πρόθεση να «επιβληθούν» με το καβούκι τους αλλά να ζήσουν τις δικές τους αλήθειες. Περισσότερο ή λιγότερο εύπλαστοι κύβοι, με απλά και γήινα υλικά, λευκοί τα πρώτα χρόνια και χρωματισμένοι αργότερα, με χαρακτηριστικά στηθαία και αναγνωρίσιμα πατζούρια, με πλακόστρωτα, με λίγα έπιπλα χτιστά, μια εσωτερική αυλή επικοινωνίας με το περιβάλλον – μια αγριάδα και μια ζεστασιά ταυτόχρονα. Με έχουν εντυπωσιάσει και οι προσθήκες σε απλά χτίσματα, αυτές οι διαδοχικές επιστροφές στα παλιότερα έργα των ανθρώπων, που δεν καταργούνται, δεν αναιρούνται στο όνομα της νέας δημιουργίας και της κατανάλωσης. Η αρχιτεκτονική ήταν πάντοτε προσθετική, όπως είναι και η ζωή μας. Μεταβάλλεται, αλλάζει, εξελίσσεται. Ένα σπίτι έχει μέσα του μνήμες στις οποίες προστίθενται και άλλες, αόρατες και χτισμένες, καλές και κακές. Ακόμα και μια πέργκολα, ένα κλωστρά, ένα δωμάτιο, είναι αρχιτεκτονική με όλη τη σημασία της λέξης. Την οικειότητα αυτής της μικροκλίμακας τη γνώρισα στο σπίτι τους, στην Αθήνα, τη βρήκα περπατώντας και στο Πολυτεχνείο της Κρήτης, στα στρεβλά σοκάκια του, αναζητώντας τη ζεστή γωνιά ενός φοιτητικού καφενείου ή ανακαλύπτοντας το φως που έρχεται από ψηλά στο χώρο της δουλειάς, εκεί που τα αδρανή υλικά έχουν προσεκτικά παραμερίσει για να ανοίξει ο δρόμος του ήλιου. Ο αρχιτέκτονας, βιωματικά δεμένος με το έργο της αρχιτεκτονικής του, έχει αποτυπώσει επάνω του ένα τρόπο ζωής.

[image] Προσθήκη ορόφου σε κατοικία της οδού Ικαρίας και Άνδρου στην Κηφισιά, 1968.
[image] Δύο διαδοχικές προσθήκες δύο κατοικιών στην οδό Τερψιχόρης στο Φάληρο, 1967-1973.

Η διαρκής παιδεία και ο κριτικός συλλογισμός, η συνοχή, δεν είναι απόρροια της συμπόρευσης, της σύγκλισης των έργων ως δομή ή μορφή, αλλά της πορείας του έλλογου νου του αρχιτέκτονα στο σύνθετο πολιτισμικό περιβάλλον της αρχιτεκτονικής. Όπως έγραφε ο Valéry, «δεν υπάρχει γεωμετρία χωρίς λόγια», και το ίδιο σχεδόν συμβαίνει στην αρχιτεκτονική. Θυμάμαι από παλιά τις συγκροτημένες δημοσιεύσεις των πολυκατοικιών και των κατοικιών σε σειρές με επεξηγήσεις της τυπολογίας και της δομής του οικοδομικού γεγονότος. Θυμάμαι τον οργανωμένο λόγο στα μαθήματα αρχιτεκτονικής, τις μεταφράσεις του Le Corbusier στα Ελληνικά – τη Συζήτηση με τους φοιτητές της αρχιτεκτονικής το 1971, το Μικρό σπίτι το 1998 – τις προσωπικές συζητήσεις. Μέσα τους κρύβεται η ατέρμονη αναζήτηση που καταργεί τα χρονικά όρια. Όταν ακουμπά ένα μολύβι στο χαρτί, η γραμμή του είναι αποτέλεσμα του λόγου, των λέξεων, του βιβλίου. Η σκέψη είναι η αφετηρία της αρχιτεκτονικής πρακτικής. Και γι’αυτό ακριβώς η θέση της ορίζεται ως τροχιά, είναι μια διαρκής αλλαγή, βρίσκεται σε εξέλιξη. Η κατακτηση αυτής της κίνησης είναι έργο της ελευθερίας του νου που γνωρίζει την υπέρβαση των δικών του ορίων.

[image] Το Πολυτεχνείο της Κρήτης, 1982.

Η συλλογικότητα του έργου – το εργαστήρι – είναι μια γενναία παραδοχή της κοινωνικής δημιουργίας της οικοδομής. Δεν είναι το όνομα που κάνε το εργαστήρι. Είναι η ατμόσφαιρα, η επικοινωνία, ο σεβασμός και το χαμόγελο που επικρατεί στα χείλη. Η δεκαετία του 1960 ήταν μια εποχή συλλογικής δραστηριότητας για αρχιτεκτονικούς σκοπούς που είχαν κοινωνικό περιεχόμενο. Το όνομα, η σφραγίδα, η υπογραφή, ήταν λιγότερο σημαντικά από τη δημιουργική συνεργασία ανθρώπων, πέρα και πάνω από τις προφανείς δυσκολίες. Τα πράγματα έχουν οπωσδήποτε αλλάξει. Η συλλογικότητα είναι όμως πάντα εκεί, με άλλους όρους και άλλους τρόπους. Και όσο περνούν τα χρόνια, όσο ανοίγει η ψαλίδα της ηλικίας των συνεργατών, τόσο ωριμάζει η σχέση αυτής της επικοινωνίας. Η εκπαιδευτική αντίληψη, στην οποία αναφέρθηκα από την αρχή, είναι άλλωστε μια φιλοσοφία και μια πολιτική της αρχιτεκτονικής σκέψης και πρακτικής – έχει μέσα της τη διαδραστικότητα των ιδεών και τη φιλοδοξία της συμμετοχής, της πνευματικής συνενοχής στην κοινή πορεία που δικαιώνεται μόνο όταν «κερδίζεις» την επόμενη γενιά. Και αυτό το έχουν πετύχει.

[image] Κατοικία στην οδό Πινότση, Αθήνα, 1978.

Σε όλα αυτά που κάνουμε και όλα αυτά που γράφουμε υπάρχουν βέβαια πολλές πλευρές και διαφορετικές ματιές. Διάλεξα αυτά τα πέντε σημεία και άφησα απέξω άλλα πολλά. Δεν ήταν πρόθεσή μου άλλωστε να συνοψίσω ένα έργο ζωής σε ελάχιστες σελίδες. Δεν θα μπορούσαν να το κάνουν ούτε εκείνοι. Το ίδιο το νόημα του έργου αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου και μένει η αίσθηση της τελευταίας στιγμής. Θυμάμαι τη δυσκολία τους να διαλέξουν τα έργα αυτής της παρουσίασης, τη φυσική επιμονή στα τελευταία και τη δυσκολία της απομάκρυνσης από τα παλιά. Ένα σπίτι που είχα πάντα στην καρδιά μου δεν ήταν μες την πρώτη τους επιλογή. Ο διάλογος αυτός ήταν μια ιδανική αναζήτηση του παρελθόντος στην οποία – τουλάχιστον σε αυτή – αρμόζει ο Proust. Αν και στο ευρύτερο πλαίσιο της δικής μου αποτίμησης το κυρίαρχο είναι η ολοκληρωμένη σύνθεση της αρχιτεκτονικής σκέψης και πρακτικής. Και αυτό το μάθημα είναι πέρα και πάνω από κάθε μορφή.