ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΑΝΤΟΝΑΣ

ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΩΣΗ

2007

Προφανώς όταν μου ζητήθηκε μια εισαγωγή για το έργο της Σουζάνας και του Δημήτρη Αντωνακάκη, ήξερα ότι –ανταποκρινόμενος- θα έπαιζα με τη γελοιότητα.  Είναι κάπως γελοίο να αξιολογεί ο γιος το έργο των γονιών του: η γνώμη μου για ό,τι χτίζουν οι Αντωνακάκηδες είναι εξ υποθέσεως ύποπτη, δεν μπορεί παρά να είναι ύποπτη, αφού εκφράζεται από εμένα. Όπως όμως υπάρχουν πολλοί γονείς που διατυμπανίζουν τα κατορθώματα των παιδιών τους –και τίποτε δεν είναι άξιο να τους συγκρατήσει-, έτσι πολύ συχνά είναι τα παιδιά που έχουν αδυναμία στους γονείς και θέλουν –όποτε τους δοθεί η ευκαιρία- να μιλήσουν γι’ αυτούς. Αυτή είναι η δική μου περίπτωση. Η θέση που θα διατυπώσω εδράζεται αναπόφευκτα λοιπόν στο επισφαλές έδαφος των ισχυρών συναισθημάτων του γιου προς τη μητέρα και τον πατέρα του· η διάθεσή μου να γράψω γι’ αυτούς υπερβαίνει τη συνειδητοποίηση του προβλήματος, κι έτσι συνεχίζω ακάθεκτος.

Οι σχολές αρχιτεκτονικής και τα αρχιτεκτονικά έντυπα δεν μας μαθαίνουν παρά πως να επεξεργαζόμαστε ό,τι είναι δεδομένο και κοινό: ο αρχιτέκτονας καλείται να αποδείξει τη δεξιότητά του στην αναπαραγωγή των ίδιων θλιβερών εικόνων της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Το πραγματικά προσωπικό έργο είναι σπάνιο, όχι μόνο στον περιορισμένο χώρο της ελληνικής αλλά και στο σύνολο της δυτικής αρχιτεκτονικής. Απεχθάνομαι την κοινοτοπία του καλόγουστου design και μου φαίνεται πως το έργο των Αντωνακάκηδων κρατάει απόσταση απ’ αυτό. Ας μην ξεχνάμε ότι η κατάρα του καλού γούστου δεν έρχεται μονάχα από τα περιοδικά αλλά κυρίως από την πιθικίστικη διάθεση των συνήθως ακαλλιέργητων αρχιτεκτόνων, (στην οποία πατάνε βεβαίως οι εκδότες του σοβαρού ή του γελοίου αρχιτεκτονικού τύπου).

Στη σκηνή αυτής της πραγματικότητας, εκτιμώ έργα που συγκροτούν προσωπικές ενότητες. Η συνέχεια Πικιώνη – Κωνσταντινίδη – Αντωνακάκη, την οποία –σε επίπεδο αρχών- παρακολουθούν ο Αλέξανδρος Τζώνης και η Liane Lefaivre1, είναι μια συνέχεια καθαρών αναγνωρίσιμων προσωπικών έργων, στον ελληνικό χώρο.

Ο Δημήτρης και η Σουζάνα Αντωνακάκη είναι από τους λίγους σύγχρονους αρχιτέκτονες που έχουν δικό τους πρόσωπο. Τα έργα τους έχουν ιδιαίτερο χαρακτήρα και ιδιαίτερο ύφος· σχηματίζουν ένα κόσμο δομημένο από αρχές και μορφές.

Κάθε προσωπικό έργο έρχεται στο φως μέσα από μια σειρά προσωπικών επιλογών. Αυτές τις επιλογές ανιχνεύει κάθε φορά όποιος επιχειρεί μια ερμηνευτική διείσδυση στο έργο κάποιου δημιουργού.  Κατά τον Αλέξανδρο Τζώνη και τη Liane Lefaivre οι επιλογές των Αντωνακάκηδων χωράνε κάτω από τη στέγη ενός ζεύγους επεξηγηματικών εννοιών, του κανάβου και της πορείας. Το αρχιτεκτονικό έργο της Σουζάνας και του Δημήτρη Αντωνακάκη οργανώνει –αυτή είναι η θέση του Τζώνη και της Lefaivre- τη σύνθεση κανάβου και πορείας που κατάγονται από το έργο του Κωνσταντινίδη και του Πικιώνη, αντίστοιχα. Στη δική μου ερμηνευτική επίσκεψη του έργου εντοπίζω το κέντρο του έργου σε δύο άλλες αντιτιθέμενες έννοιες που αφορούν το παιχνίδι των αρχιτεκτονικών συνθέσεων του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη. Πρόκειται για το λάθος και τη διάσωση.

Από τις πρώτες ώρες που θα βρεθεί κανείς μέσα στο γραφείο των Αντωνακάκηδων (μπορεί να το διαπιστώσει και με μια μόνο επίσκεψη) αντιλαμβάνεται ένα περίεργο, συνεχή συριχτό ήχο που μοιάζει να προέρχεται από πλήθος τζιτζίκων που τερετίζουν. Ο παράξενος ήχος προέρχεται από τα ξυράφια, με τη βοήθεια των οποίων όλοι όσοι κάθονται σε σχεδιαστήρια ξύνουν σχέδια που μόλις προ ολίγου είχαν αποσώσει να μελανώνουν. Σβήνουν ακόμα και την τελευταία στιγμή προ παραδόσεως, ολόκληρα κομμάτια κατόψεων και τομών, προκειμένου να τα αντικαταστήσουμε με άλλα, τα οποία κι αυτά με τη σειρά τους πιθανότατα θα ξυστούν, για να φτιαχτούν διαφορετικά, και ούτω καθεξής.

Αυτό δεν είναι μονάχα ενδεικτικό για τον τρόπο δουλειάς στο Εργαστήριο των Αντωνακάκηδων, είναι και ενδεικτικό για το είδος της δουλείας. Δεν εκφράζει μονάχα τελειομανία, αλλά δίνει και ιδιαίτερο χαρακτήρα στο βάθος του έργου τους.

Οι αλλεπάλληλες διορθώσεις αφήνουν ίχνη πάνω στο τελικό έργο. Τα ίχνη των διορθώσεων παίρνουν τόσο βάρος ώστε συχνά δεν ξεχωρίζονται από τη συνολική σύλληψη του έργου.  Γίνονται μεταβάσεις και σωτήριες επεμβάσεις: οι Αντωνακάκηδες σώζουν και τα λάθη· και δεν πρόκειται βέβαια για λάθη που συναντάνε κατά τύχην στην πορεία των συνθέσεών τους. Πρόκειται για σκηνοθετημένα λάθη που φαίνεται να έρχονται μαζί με τις πρώτες γενικές συνθετικές ιδέες. Το λάθος είναι συχνά το θέμα της σύνθεσης. Οι πρώτες επιλογές αλλά και η επεξεργασία των λεπτομερειών προδίδουν σειρά σωτηρίων παρεμβάσεων.  Η κεντρική ιδέα της σύνθεσης περιβάλλεται από πλοκή αναιρέσεών της, αναιρέσεων που, με λεπτές χειρουργικές ρυθμίσεις αποδεικνύεται ότι μπορούν να ξεπεραστούν2.

Στην κατοικία Χαρτοκόλλη στα Σπάτα, η αυλή είναι το λάθος που οργανώνει τη σύνθεση. Είναι λάθος, γιατί το κτιριολογικό πρόγραμμα και οι περιορισμένες διαστάσεις του οικοπέδου θα μπορούσαν με πιο «φυσικό» τρόπο να οργανώσουν μια απλή κτιριακή μονάδα. Η διάσπαση των ενοτήτων της κατοικία και η χωροθέτηση, που αποφασίζεται απ’ τους αρχιτέκτονες, δημιουργεί αμέσως νέο πρόβλημα: η πορεία που προκύπτει από τη θέση της κεντρικής περίκλειστης αυλής απειλεί τους κυρίως χώρους του σπιτιού. Η απειλή αυτή δεν αντιστρέφει όμως την πορεία της σύνθεσης. Δεν αναιρείται καμία από τις ειλημένες αποφάσεις· λαμβάνονται μόνο νέες διορθωτικές. Ζητούμενο είναι να πραγματοποιηθεί η κεντρική αυλή, κι ας φορτώνει αυτή η επιλογή το πρόγραμμα με μια δυσανάλογη για το μέγεθος του σπιτιού υποχρεωτική διαδρομή.

Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα του χαρακτηριστικού «δομημένου περιπάτου», -κατά τον Αλέξανδρο Τζώνη και τη Liane Lefaivre- έχει κατασκευαστεί για να σωθεί μια αναγκαστική διαδρομή που προέκυπτε από την άκαμπτη κεντρική ιδέα· η κατάφαση στην αυλή δεν είναι βέβαια άσχετη από το επερχόμενο πρόβλημα και από την επίλυσή του. Η διαδρομή οφείλει να γίνει τώρα αυτόνομο στοιχείο της σύνθεσης. Εκεί το συνθετικό παιχνίδι των Αντωνακάκηδων φανερώνει την πονηριά του. Εισάγεται το λάθος για να αναιρεθεί. Η ίδια η κεντρική ιδέα είναι εδώ ένα πρώτο λάθος3. Η σύνθεση διεξάγεται κάτω από το βάρος μιας προκαταρκτικής αμαρτίας. Η αυλή της κατοικίας στα Σπάτα αποτελεί ένα συνειδητό, καλοσχεδιασμένο λάθος. Οι αρχιτέκτονες δημιουργούν εξ αρχής μέσα στο λάθος, η δεύτερη κιόλας γραμμή τους πρέπει να σώσει την προηγούμενη. Αυτός είναι ένας κανόνας του παιχνιδιού της σύνθεσης για τους Αντωνακάκηδες: η επεξεργασία είναι σωτηρία· μπορεί να αντιστρέψει εντελώς τους όρους με τους οποίους παρουσιάζονται τα προβλήματα, και τα προβλήματα καλόν είναι να παρουσιάζονται συχνά και ως προς την έντασή τους να είναι οριακά: να μην είναι τόσο ασήκωτα ώστε να διαλύουν μια σύνθεση, ούτε όμως και να απουσιάζουν, οδηγώντας σε προφανείς επιλύσεις. Η σύνθεση είναι επίλυση κατασκευασμένων προβλημάτων. Διαδοχικές μεταβάσεις και αντιστροφές σβήνουν κάθε πρόβλημα, σαν να επουλώνουν δια θαύματος ανοιχτές πληγές. Οι πληγές όμως που ιάθησαν με τόση τέχνη, είναι πληγές που προξενήθηκαν από τους ίδιους τους χειρούργους.

Ο πιανίστας Άλφρεντ Μπρέντελ αναρωτιέται σ’ ένα κείμενό του για τον μεγαλύτερό του μαέστρο Βίλχελμ Φουρτβαίνγκλερ «τι είναι αυτό που κάνει τις μεταβάσεις του Φουρτβαίνγκλερ τόσο αξιομνημόνευτες». Και απαντάει αμέσως μετά: «Έχουν διαπλαστεί κάθε μια με τη μεγαλύτερη φροντίδα, κι ωστόσο δεν μπορούν να απομονωθούν. Δεν είναι μπαλώματα που έχουν παρεμβληθεί για να ενώσουν δυο ιδέες διαφορετικής φύσης. Δημιουργούνται από κάτι και οδηγούν σε κάτι. Είναι περιοχές μετασχηματισμών»4. Το ίδιο ισχύει για πολλά κομβικά σημεία μεταβάσεων στα έργα των Αντωνακάκηδων. Μετατρέπονται σε περιοχές μεγάλης βαρύτητας και αναλαμβάνουν αφανή ρόλο στη συγκρότηση του συνόλου της κάθε συνθέσεως. Στο σημείο της μετάβασης από κάτι σε κάτι άλλο γίνεται μια πύκνωση, ένα στρίμωγμα που λειτουργεί ευεργετικά για το σύνολο του χώρου5. Τέτοια σημεία μετάβασης συναντάμε σε όλες σχεδόν τις δουλειές των Αντωνακάκηδων. Οι μεταβάσεις υλοποιούν τις διασώσεις των λαθών.

Στην κατοικία Τζιτζικαλάκη στα Χανιά η μετάβαση είναι το θέμα. Όχι μόνον επειδή στα όρια μεταξύ διαφορετικών χώρων εμφανίζονται πολλά τέτοια σημεία πυκνώσεων (όπως για παράδειγμα στην πτέρυγα των παιδιών)· η μετάβαση είναι το θέμα και καθ’ ύψος, (αυτό γίνεται εμφανές στην τομή), εφόσον ολόκληρο το σπίτι μοιάζει να ξετυλίγεται πάνω σε μια άνοδο προς τον καθημερινό χώρο του ορόφου, αλλά και στο επίπεδο της τελικής ογκοπλαστικής του κτιρίου, το οποίο αρχίζει –ψηλά- με ένα αυστηρό ορθογωνικής κάτοψης πρίσμα, για να διαλυθεί στο ισόγειο, κατά την επαφή του με το έδαφος, σε ένα σπασμένο γεωμετρικό σχήμα. Υπάρχει συνειδητή άρνηση να δοθεί σχήμα στην κάτοψη της στάθμης του ισογείου. Στο κείμενο που έγραψε για το Δημήτρη και τη Σουζάνα ο Ηλίας Κωνσταντόπουλος διαβάζουμε ότι οι Αντωνακάκηδες «εκμεταλλεύονται το τυχαίο μέχρι να γίνει συνειδητό»6. Οι Αντωνακάκηδες –ακόμη περισσότερο- υποθάλπουν το τυχαίο. Το καλλιεργούν, αλλά για να το ακυρώσουν. Παίζουν με το τυχαίο, για να διορθώσουν όμως την ανάπτυξή του και για να το ελέγξουν. Στο ισόγειο της κατοικίας Τζιτζικαλάκη η εξωτερική μορφή δεν προκύπτει από εξωτερικές επιλογές αλλά από εσωτερικές ανάγκες. Το ξετύλιγμα των αναγκών του σπιτιού αφήνεται να αναπτυχθεί στο περιβάλλον της μορφολογικής τυχαιότητας. Στην πραγματικότητα αυτή η τυχαιότητα είναι ελεγχόμενη. Οι αρχιτέκτονες δεν διστάζουν όμως να διαταράξουν καθορισμένα μορφολογικώς σχήματα προκειμένου να διαθέσουν στο εσωτερικό τους χώρους που απαιτούνται.

Το κοντινό φαίνεται να υπερισχύει του μακρινού, το μερικό του συνολικού. Κάθε τι σχηματίζεται από το γειτονικό του. Δεν είναι τυχαίο όμως ότι επιλέγεται να ανοιχτεί αυτό το παιχνίδι προς την τυχαιότητα και τη γεωμετρική αναίρεση στη στάθμη του εδάφους. Η διάσπαση του όγκου στη στάθμη του εδάφους βοηθάει το κτίριο να πατήσει πιο φυσικά στη γη. Να παρουσιαστεί, στο ισόγειο μια μετάβαση μεταξύ κτιρίου και γης. Το έδαφος να περνάει ομαλά στο κτίριο και το κτίριο να σβήνει ομαλά στο έδαφος. Στο ισόγειο το έδαφος ετοιμάζεται να παραλάβει κάτι ολοένα πιο άκαμπτο, και οι αρχιτέκτονες, κτίζοντας, απολογούνται που κτίζουν. Το λάθος της έγερσης σώζεται από τη γεωμετρική διάσταση και από τη διάλυση του όγκου στο κάτω τμήμα του σπιτιού. Το κτίριο λιώνει πάνω στη γη7.

Το λάθος και η διάσωση λοιπόν είναι πυξίδα για την κατανόηση του έργου των Αντωνακάκηδων στο σύνολό του.  Αλλά που σώθηκε ποιο λάθος στο εργαστήριο της Βαρβάρας Μαυρακάκη στην Αίγινα; Που είναι οι συνειδητές περιπλοκές, οι συμπυκνώσεις, η ανάπτυξη της σύνθεσης από μέσα προς τα έξω; Πως το εσωτερικό οργανώνει αναιρέσεις και περιπλοκές; Που είναι οι γωνίες, τα σπασίματα, η υποδούλωση της γεωμετρίας στις ανάγκες γενικών σχηματικών διαχωρισμών των ενοτήτων; Που είναι η συνομιλία με το έδαφος και η διαπραγμάτευση του εγειρόμενου όγκου προς την επιφάνεια της γης; Οι μεταβάσεις έχουν γίνει με μεγάλη προσοχή αλλά περιορίζονται στην διαμόρφωση της εισόδου και στη γεωμετρία των κισσηρολίθων. Τέτοιες μεταβάσεις γίνονται ακόμα και στα κατ’ εξοχήν «αυτόνομα σαν αντικείμενα» κτίρια, καθ’ όλη την ιστορία της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής. Το εργαστήριο της Βαρβάρας Μαυρακάκη φωτίζει αιφνιδίως με διαφορετικό τρόπο το έργο των Αντωνακάκηδων. Η σύνθεσή του –με τον περιμετρικό διάδρομο- θυμίζει τη σχηματική απλότητα και την ακαμψία της προϊστορικής κάτοψης, (αλλά και της πιθανής αποκατάστασης της τομής) του «Άσπρου Σπιτιού» της Αίγινας8. Η καθαρή ορθογωνική του κάτοψη, οι ήσυχες λεπτομέρειές του, και ο τρόπος που δεσπόζει στην αιγινειακή γη, χωρίς να διαπραγματεύεται με το έδαφος, είναι σημάδια άλλου είδους σύλληψης του κτιρίου.

Αποδεικνύεται λοιπόν ότι το κλειδί των νόμων της δημιουργίας παραμένει πάντα στην τσέπη του δημιουργού, μακριά από το μάτι εκείνου που πάει να εξηγήσει και να ερμηνεύσει οποιοδήποτε έργο. Μένει στο δημιουργό η ευχέρεια της έκπληξης. Το λάθος και η διάσωση δεν μπορούν να εξαντλήσουν το έργο των Αντωνακάκηδων κι ας αποτελούν τόσο τακτικά τον κανόνα των συνθέσεών τους. Συγκροτούν έναν από τους νόμους που κυβερνάνε το μικρό κόσμο της αρχιτεκτονικής τους αλλά όχι τον μοναδικό.

1 Στο κείμενό τους «Ο κάναβος και η πορεία», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 15/1980, ας. 164-178.
2 Πρβλ. Δημήτρη Αντωνακάκη, «Επεξεργασία και αυτοσχεδιασμός», στο Μνημοσύνης Θρέματα, Αφιέρωμα στη Μνήμη του Αντώνη Μωραΐτη, Αθήνα, 1993, σελ 257, όπου σχολιάζεται ο τρόπος δουλειάς του Πικινώνη στις διαμορφώσεις της Ακρόπολης: «… προσπαθούσε ν’ αναζητήσει τις αρχές με τις οποίες θα ανέτρεπε το λάθος, επιχειρώντας να το μετατρέψει σε εύρημα, εντάσσοντάς το σ’ ένα σύστημα παραβάσεων…»  Το παιχνίδι του λάθους και της διάσωσης, έχει τις ρίζες του στη διδασκαλία του Δημήτρη Πικιώνη.
3 Η διάταξη χώρου γύρω από μια αυλή αποτελεί πολύ συνηθισμένη επιλογή των αρχιτεκτόνων, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου χρειάζεται να σπάσει ένα σφιχτό κτιριολογικό πρόγραμμα.  Αντίστοιχα παραδείγματα αποτελούν οι αυλές των κατοικιών Ζάννα και Πιερράκου στον Οξύλιθο, η αυλή κατοικίας Μαυρακάκη στην Αίγινα, αλλά και η παλιά αυλή του Μουσείου της Χίου που άρεσε τόσο στον Ηλία Πετρόπουλο (Η αυλή στην Ελλάδα, Αθήνα, 1983. σ. 6).
4 «Βίλχελμ Φουρτβαίνγκλερ», Εποπτεία, Οκτώβριος 1992, σς. 91-95, σ. 94.
5 «Σχεδιάζαμε πάντα κάτι με αυστηρή λογική και εφευρίσκαμε… τι θα συμβεί στην κάθε επαφή.  «Σουζάνα και Δημήτρης Αντωνακάκης», συνέντευξη στο Τεύχος 6, Σεπτέμβριος 1991, σ. 4.
6 «Για την αρχιτεκτονική του Δημήτρη και της Σουζάνας ΑΝτωνακάκη», Θέματα Χώρου και Τεχνών, 25/1994, σς. 18-26, σ. 18.
7 Πρβλ. Και «Σουζάνα και Δημήτρης Αντωνακάκης», όπ.π., σ. 4.
8 Βλέπε Χάνς Βάλτερ, Ο κόσμος της Αρχαίας Αίγινας, Αθήνα, 1985, σς. 50-57.